φαλάκρα

φαλάκρα
η, ΝΜΑ, και φαράκλα Ν
η μερική ή ολική έλλειψη μαλλιών τής κεφαλής
νεοελλ.
συνεκδ. το γυμνό από τρίχες μέρος τού κρανίου
μσν.-αρχ.
άδενδρη, γυμνή άκρη όρους
αρχ.
φρ. «Φαλάκρας ἐγκώμιον» — τίτλος πραγματείας τού Συνεσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλακρά, θηλ. τού επιθ. φαλακρός, με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαλάκρα — φαλάκρᾱ , φαλάκρα bald bare hill fem nom/voc/acc dual φαλάκρᾱ , φαλάκρα bald bare hill fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλάκρᾳ — φαλάκρᾱͅ , φαλάκρα bald bare hill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάκρας — φαλάκρᾱς , φαλάκρα bald bare hill fem acc pl φαλάκρᾱς , φαλάκρα bald bare hill fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάκραι — φαλάκρᾱͅ , φαλάκρα bald bare hill fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάκραν — φαλάκρᾱν , φαλάκρα bald bare hill fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακράν — φαλακρά̱ν , φαλακρός baldheaded fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρῶν — φαλάκρα bald bare hill fem gen pl φαλακρός baldheaded fem gen pl φαλακρός baldheaded masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάκρη — φαλάκρα bald bare hill fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”